δύνην

δύνην
δύ̱νην , δύω 2
cause to sink
pres inf act (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολύπειρος — η, ο / πολύπειρος, ον ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αποκτήσει πολλή πείρα, που έχει πολλές εμπειρίες («πολυταξιδεμένος και πολύπειρος») 2. αυτός που έχει βαθιά γνώση λόγω τής εμπειρίας του («πολύπειρος γιατρός») αρχ. συνετός, φρόνιμος, («δεῖ δὴ νυνί σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”